“Ο πολίτης της Ένωσης σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση απομάκρυνσης δύναται να απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μόνον αφού προηγουμένως έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο εν λόγω έδαφος”, έκρινε με σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έκρινε ότι “μια τέτοια απόφαση απομάκρυνσης δεν έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της προθεσμίας που έταξε για την οικειοθελή αναχώρησή του η απόφαση απομάκρυνσης”.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ κρίνει ότι “τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας τέτοιας απόφασης απομάκρυνσης δεν προκύπτουν από το γράμμα της οδηγίας”.
“Περαιτέρω, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και τον σκοπό της οδηγίας, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η παρεχόμενη στο κράτος μέλος υποδοχής δυνατότητα να απομακρύνει πολίτη της Ένωσης ο οποίος δεν διαμένει πλέον νόμιμα στο έδαφός του εντάσσεται στον ειδικό σκοπό της οδηγίας περί διαμονής, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχόμενου να καταστούν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής τους σε αυτό”, αναφέρει το ΔΕΕ.
Το ΔΕΕ τονίζει ακόμα ότι “ερμηνεία σύμφωνα με την οποία μόνη η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης αρκεί προς εκτέλεση απόφασης απομάκρυνσης θα παρείχε στον πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να επικαλείται πολλαπλές διαδοχικές διαμονές σε κράτος μέλος προκειμένου να παραμείνει σε αυτό, στην πραγματικότητα, σε μόνιμη βάση, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις του δικαιώματος μόνιμης διαμονής που προβλέπει η οδηγία περί διαμονής”.
Κατά το Δικαστήριο, “μια τέτοια ερμηνεία δεν συνάδει με το συνολικό πλαίσιο της οδηγίας περί διαμονής, η οποία προέβλεψε σύστημα περισσότερων βαθμίδων όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο καταλήγει στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής”.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ εκτιμά ότι “η χορήγηση ελάχιστης προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης απομάκρυνσης προς εκτέλεσή της , καθόσον παρέχει στον ενδιαφερόμενο πολίτη τη δυνατότητα να προετοιμάσει την αναχώρησή του, συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαμονής υπό την έννοια ότι η απόφαση απομάκρυνσης εκτελείται όταν ο πολίτης θέτει όντως πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής”.
Δεύτερον το ΔΕΕ επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η επιβολή στον εν λόγω πολίτη, σε κάθε περίπτωση, της υποχρέωσης να απουσιάσει από το κράτος μέλος υποδοχής για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, επί παραδείγματι τριών μηνών, προκειμένου να μπορεί να επικαλεστεί νέο δικαίωμα διαμονής στο ως άνω κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος από περιορισμό ο οποίος δεν προβλέπεται ούτε από τις Συνθήκες ούτε από την οδηγία. Εντούτοις, η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το εν λόγω πρόσωπο βρισκόταν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής κατόπιν της έκδοσης της απόφασης απομάκρυνσης μπορεί να έχει κάποια σημασία, στο μέτρο που όσο μεγαλύτερη είναι η απουσία του ενδιαφερομένου από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής τόσο περισσότερο πιστοποιεί τον πραγματικό και ουσιαστικό χαρακτήρα του τέλους της διαμονής του.
Εξάλλου το Δικαστήριο, μεταξύ των λοιπών χρήσιμων ενδείξεων που παρέχει, υπογραμμίζει τη σημασία του συνόλου των στοιχείων που πιστοποιούν διακοπή των δεσμών που συνδέουν τον ενδιαφερόμενο πολίτη της Ένωσης με το κράτος μέλος υποδοχής, όπως είναι η λύση σύμβασης μίσθωσης ή τυχόν μετακόμιση.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η επιρροή που ασκούν τέτοιου είδους στοιχεία πρέπει να εκτιμάται από την αρμόδια εθνική αρχή βάσει του συνόλου των συγκεκριμένων περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την ειδική περίπτωση του οικείου πολίτη της Ένωσης.
Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει τις συνέπειες της μη εκτέλεσης απόφασης απομάκρυνσης. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, αν από την ως άνω εξακρίβωση προκύψει ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει όντως θέσει πραγματικό τέρμα στην προσωρινή διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση απομάκρυνσης βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση απομάκρυνσης που εκδόθηκε ήδη σε βάρος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, αλλά μπορεί να στηριχθεί στην τελευταία αυτή απόφαση προκειμένου να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το έδαφός του.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, πάντως, ότι τυχόν ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων λόγω της οποίας ο πολίτης της Ένωσης θα πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας περί διαμονής, το οποίο αφορά το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, θα καθιστούσε την απόφαση απομάκρυνσής του ανίσχυρη και θα επέβαλλε, παρά τη μη εκτέλεση της απόφασης, να θεωρηθεί νόμιμη η διαμονή του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Όσον αφορά τη δυνατότητα κράτους μέλους να ελέγξει κατά πόσον έχει πλήρως εκτελεστεί μια τέτοια απόφαση απομάκρυνσης, παρά τους περιορισμούς που επιβάλλει στους ελέγχους αυτούς το δίκαιο της Ένωσης, ορισμένες διατάξεις της οδηγίας περί διαμονής αποσκοπούν να παράσχουν στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να μεριμνά ώστε η προσωρινή διαμονή των υπηκόων άλλων κρατών μελών στο έδαφός του να διεξάγεται κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία αυτή.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι απόφαση απομάκρυνσης εκδοθείσα σε βάρος πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαμονής, δεν μπορεί να του αντιταχθεί όταν, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας, το οποίο προβλέπει δικαίωμα εισόδου στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, ο πολίτης της Ένωσης μεταβαίνει περιστασιακά στο έδαφος του εν λόγω κράτους για σκοπούς άλλους πλην της διαμονής σε αυτό.
Πηγή : ΚΥΠΕ